Ξυπνάω και σε σκέφτομαι, λέω τι να κάνεις; Πάει καιρός από τότε που μου είπες σ’ αγαπώ…
Πηγαίνω στο μπάνιο και βλέπω ό,τι άφησες εκεί … δεν τα ζήτησες καν πίσω μην αφήνοντας στιγμή ελπίδας ακόμη και να σε δω.
Πλένομαι στα γρήγορα ψάχνοντας από το νερό τη λύτρωση, γυρνάω δεξιά κοιτάω αριστερά και ξανά οι ίδιες κινήσεις.
Ντύνομαι να πάω στη δουλειά και μπροστά στο καθρέφτη σε σκέφτομαι που ερχόσουν και μου έλεγες αστεία…
αχ αυτό μου έλλειψε περισσότερο, τα αστεία σου.
Κοιτάω το κινητό μου, κλήσεις πολλές καμία όμως δε με νοιάζει, κάποτε κοιτούσα ώρες την πρώτη σου κλήση μπας και μιλήσουμε, άλλοτε το κινητό μου ήταν το βέλος που θα με πέταγε στον ουρανό όταν σε άκουγα, τώρα είναι ένα ακόμη ασήκωτο βάρος.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο αυτό που σε πήγαινα στη δουλειά, τώρα με το ζόρι πάω καρδιά μου στη δικιά μου.
Περνάνε οι ώρες αδιάφορα, κάπου στη παράνοια μου πιστεύω θα έρθεις να μου κάνεις έκπληξη στο γραφείο μου μπροστά στους άλλους. Μετά από λίγο καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.
Γυρίζω σπίτι, μία ακόμη φορά χωρίς εσένα. Τρώω με το ζόρι, η μπουκιά δε κατεβαίνει ποιος έχει ανάγκη να φάει όταν έχει πεθάνει;
Παίρνω τηλέφωνο μία φίλη, μου λέει πως δε σε ξεπέρασα ακόμη και πως καλά θα κάνω να προχωρήσω στη ζωή μου, η ψυχολόγος μου μιλάει για τη κατάθλιψη μου και πως πρέπει να προχωρήσω μιας και η σχέση μου υποδηλώνει ότι διάλεξα την κόλαση μου ανεξάρτητα με το αν σε είχα γνωρίσει. Λόγια… Ανόητα λόγια… όποιος έχει βιώσει το χωρισμό ξέρει ότι ο Θάνατος δεν έχει λόγια να γλυκάνει παρά μόνο ο χρόνος φέρνει στις κραυγές του θανάτου σιωπή.
Απόγευμα και κάθομαι σε ένα καναπέ, σκέφτομαι που σου μιλάω, κάποιες φορές νομίζω ότι όντως βγαίνουν λέξεις από το στόμα μου μέσα από το άδειο σπίτι και προσπαθώ να σου μιλήσω να σε ρωτήσω να καταλάβω πως βρέθηκα εδώ και εσύ κάπου αλλού. Αρχίζω να φοβάμαι μήπως τρελάθηκα, μιλάω σε ένα μικρό βαθούλωμα στο τοίχο και φαντάζομαι ότι με παρακολουθείς κρυφά μέσα στο σπίτι με κάποιο τρόπο θέλοντας να βλέπεις το βάσανο μου. Ακόμη και έτσι θα μου έφτανε να σε είχα κοντά, την ίδια στιγμή με πιάνει πανικός, δε θέλω να τρελαθώ δεν θέλω να τα χάσω, κάθομαι και βουλιάζω στο καναπέ και περιμένω να περάσει η ώρα με ανοιχτή την τηλεόραση. Τα βράδια ο πόνος είναι διπλός, τα βράδια τα σπίτια γίνονται πιο άγρια και η μοναξιά βγάζει τα νύχια της και αρχίζει να σου ξεριζώνει τη σάρκα.
Κάθε μόνος εγκαταλελειμμένος άνθρωπος έχει δύο «γιατί» στη ζωή του. Γιατί τον άφησαν και γιατί ο Θεός επέτρεψε ένα τέτοιο μαρτύριο. Και στις δύο περιπτώσεις τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα και σου συντρίβουν το μυαλό και κάθε αντίσταση της λογικής. Τα δάκρυα είναι μία καλή λύση όταν είσαι μόνος, σε κουράζουν και σε αναγκάζουν σταδιακά να κοιμηθείς για να έρθει η επόμενη μέρα, καμιά φορά όμως μπορεί να σε δω στα όνειρα μου ότι είμαστε ακόμη μαζί και απλά δε μπορώ να σε φτάσω ή βιώνω ξανά και ξανά την ίδια μέρα που με άφησες.
Ύστερα έρχεται η επόμενη μέρα…
Ξυπνάω και σε σκέφτομαι, λέω τι να κάνεις, πάει καιρός από τότε που μου είπες σ ‘αγαπώ…..
Σου τα γράφω αυτά αγάπη μου για να μάθεις πως είναι στη κόλαση όχι για να με λυπηθείς και να γυρίσεις αλλά για να μάθεις πως εγώ όντως σε αγάπησα πολύ και πως σ ‘αγαπώ ακόμη και για πάντα εκεί, σα μαύρη σκιά στη κόλαση χωρίς ελπίδα και χωρίς άλλο σκοπό παρά μόνο με έναν ατέλειωτο πόνο και μία κραυγή που ίσως φτάσει από τα βάθη της κόλασης κάποια στιγμή στην επιφάνεια εκεί που ζεις εσύ.
Με αγάπη, αφιερωμένο σε όλους του ανθρώπους που μοιράστηκαν το πόνο τους μαζί μου.