
Δομές Διαμόρφωσης Προβλημάτων και Λύσεων στη Συστημική Θεραπεία
Εισαγωγή
Η συστημική θεραπεία είναι μια προσέγγιση της ψυχοθεραπείας που βλέπει το άτομο ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος σχέσεων, εστιάζοντας στα ψυχολογικά προβλήματα ως αντανάκλαση των αλληλεπιδράσεων και μοτίβων μέσα στο σύστημα (όπως οικογένεια ή ομάδα). Αυτή η θεώρηση εξετάζει πώς τα προβλήματα αναδύονται και αντιμετωπίζονται εντός του συστήματος, με στόχο την κατανόηση των θεμελιωδών αρχών της και την ανακάλυψη πρακτικών εφαρμογών μέσω παραδειγμάτων και εργαλείων που χρησιμοποιούν οι θεραπευτές.
Θεμελιώδεις Αρχές και Εννοιολογικό Πλαίσιο της Συστημικής Προσέγγισης
Η συστημική θεραπεία εδράζεται σε μια σειρά από βασικές αρχές που διαφοροποιούν τη ματιά του θεραπευτή από την ατομοκεντρική θεώρηση. Οι αρχές αυτές συγκροτούν το εννοιολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κατανοούνται τόσο η γένεση των προβλημάτων όσο και η επίτευξη λύσεων. Ορισμένες από τις θεμελιώδεις αυτές αρχές είναι οι εξής:
- Ολιστική Θεώρηση του Συστήματος: Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Συστημάτων, κάθε σύστημα (π.χ. μια οικογένεια) αποτελεί κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του. Η συμπεριφορά κάθε μέλους επηρεάζεται και επηρεάζει τα υπόλοιπα, δημιουργώντας ένα δίκτυο σχέσεων. Έτσι, ένα πρόβλημα σε ένα μέλος θεωρείται σύμπτωμα του συστήματος και όχι αποκλειστική ιδιότητα του ατόμου. Το σύνολο (οικογενειακό σύστημα) καθορίζει τη λειτουργία των μερών του και αντίστροφα.
- Κυκλική Αιτιότητα: Αντί της παραδοσιακής γραμμικής αιτιότητας (Α προκαλεί Β), η συστημική προσέγγιση υιοθετεί την έννοια της κυκλικής αιτιότητας. Δηλαδή, οι αιτίες και τα αποτελέσματα αλληλοτροφοδοτούνται σε έναν κύκλο αλληλεπιδράσεων. Για παράδειγμα, σε μια σχέση ζεύγους, η αποστασιοποίηση του ενός συντρόφου μπορεί να αυξάνει την πίεση του άλλου, γεγονός που με τη σειρά του εντείνει περαιτέρω την αποστασιοποίηση – δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Έτσι, το ερώτημα μετατοπίζεται από το “ποιος φταίει” στο “πώς διατηρείται ο κύκλος του προβλήματος”.
- Ανατροφοδότηση και Ομοιόσταση: Στα ανθρώπινα συστήματα υπάρχουν μηχανισμοί αρνητικής ανατροφοδότησης που διατηρούν την σταθερότητα (ομοιόσταση) και μηχανισμοί θετικής ανατροφοδότησης που οδηγούν σε αλλαγή ή κλιμάκωση. Οι οικογένειες τείνουν να διατηρούν ισορροπία: όταν ένα μέλος αποκλίνει, οι υπόλοιποι αντιδρούν για να αποκαταστήσουν την ομοιόσταση. Ένα σύμπτωμα μπορεί να λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας – π.χ. ένα παιδί με προβληματική συμπεριφορά μπορεί άθελά του να σταθεροποιεί την οικογενειακή ενότητα αποσπώντας την προσοχή των γονέων από τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Η κατανόηση αυτής της δυναμικής είναι κεντρική στη συστημική θεωρία.
- Πλαίσιο και Περικείμενο: Η συμπεριφορά και τα προβλήματα αποκτούν νόημα μόνο μέσα στο συμφραζόμενο πλαίσιο όπου εμφανίζονται. Στη συστημική οπτική, δίνεται έμφαση στο πώς το κοινωνικό, πολιτισμικό και οικογενειακό πλαίσιο διαμορφώνει την εμπειρία. Για παράδειγμα, η έκφραση συναισθημάτων ή η αντιμετώπιση συγκρούσεων καθορίζεται από οικογενειακούς κανόνες και ρόλους. Το εννοιολογικό πλαίσιο της συστημικής θεραπείας περιλαμβάνει την κατανόηση των ρόλων, των ορίων και των κανόνων ενός συστήματος, καθώς και των μη ρητών “συμβολαίων” που διέπουν τις σχέσεις.
- Επικοινωνία και Οικογενειακοί Κανόνες: Οι συστημικοί θεραπευτές μελετούν τα μοτίβα επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια. Σύμφωνα με τη θεωρία της επικοινωνίας (Watzlawick….), κάθε επικοινωνιακό μήνυμα έχει ένα περιεχόμενο (τι λέγεται) και μια διάσταση σχέσης (πώς το μήνυμα αντανακλά τη σχέση μεταξύ των συνομιλητών). Δυσλειτουργικά πρότυπα επικοινωνίας – όπως διπλά δεσμά (αντικρουόμενα μηνύματα όπου το άτομο παγιδεύεται χωρίς δυνατότητα σωστής αντίδρασης) – συμβάλλουν στη δημιουργία προβλημάτων. Οι οικογενειακοί κανόνες, αν και συχνά άρρητοι, καθορίζουν τι επιτρέπεται να ειπωθεί ή να γίνει. Ένα πρόβλημα μπορεί να συντηρείται από άκαμπτους κανόνες ή ρόλους (π.χ. “ο πατέρας δεν πρέπει ποτέ να δείχνει αδυναμία” ή “το παιδί είναι πάντα ο φταίχτης”).
- Πρώτης και Δεύτερης Τάξης Προσέγγιση: Στην εξέλιξη της συστημικής θεωρίας, αναδύθηκε η διάκριση μεταξύ κυβερνητικής πρώτης τάξης και κυβερνητικής δεύτερης τάξης. Η πρώτη τάξη υποθέτει ότι ο παρατηρητής (θεραπευτής) μπορεί να παραμείνει εκτός του συστήματος και να το περιγράψει αντικειμενικά. Η δεύτερη τάξη αναγνωρίζει ότι ο θεραπευτής είναι πάντα μέρος του παρατηρούμενου συστήματος – οι δικές του αντιλήψεις και παρεμβάσεις επηρεάζουν το σύστημα. Αυτό οδήγησε σε μια πιο σχεσιακή, κατασκευαστική θεώρηση: η πραγματικότητα και το “πρόβλημα” θεωρούνται εν μέρει κοινωνικά και γλωσσικά κατασκευασμένα μέσα από τη συζήτηση θεραπευτή-θεραπευόμενων.
Με βάση τις ανωτέρω αρχές, η συστημική προσέγγιση διαμόρφωσε διάφορα μοντέλα θεραπείας στο πέρασμα των χρόνων. Όλα μοιράζονται τη συστημική θεώρηση, διαφέρουν όμως στις τεχνικές και στις έμφαση που δίνουν σε συγκεκριμένες πτυχές:
- Δομική Οικογενειακή Θεραπεία (Salvador Minuchin): Εστιάζει στη δομή της οικογένειας – στα υποσυστήματα (γονεϊκό, αδελφικό κ.λπ.), στα όρια μεταξύ τους (σαφή, δυσδιάκριτα ή άκαμπτα) και στους ιεραρχικούς ρόλους. Ένα πρόβλημα θεωρείται συχνά απόρροια δυσλειτουργικής οικογενειακής δομής (π.χ. ένα παιδί παρουσιάζει σύμπτωμα όταν τα όρια γενεών είναι συγκεχυμένα και το παιδί γίνεται “γονεοποιημένο”). Η παρέμβαση στοχεύει στην αναδόμηση (restructuring) των σχέσεων και ορίων, ώστε η οικογένεια να αποκτήσει μια πιο λειτουργική οργάνωση.
- Στρατηγική/Επικοινωνιακή Θεραπεία (Jay Haley, Cloe Madanes, σχολή MRI): Τονίζει τα μοτίβα αλληλεπίδρασης και τις “στρατηγικές” που χρησιμοποιεί η οικογένεια για να λύσει το πρόβλημα, οι οποίες συχνά γίνονται μέρος του προβλήματος. Για παράδειγμα, οι γονείς που πιέζουν επίμονα το παιδί να συμπεριφερθεί “φυσιολογικά” μπορεί ακούσια να εντείνουν το σύμπτωμα. Στόχος είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος των επαναλαμβανόμενων, αναποτελεσματικών λύσεων μέσω δημιουργικών παρεμβάσεων, ακόμα και παράδοξων.
- Συστημική Προσέγγιση του Μιλάνου (Mara Selvini Palazzoli και συν.): Αναπτύχθηκε στην Ιταλία, συνδυάζοντας την κυβερνητική με θεωρίες παιγνίων και μεταγενέστερα κατασκευαστικές ιδέες. Θεωρεί ότι τα προβλήματα συχνά διατηρούνται από οικογενειακούς “μύθους” και άκαμπτες συμμαχίες. Εισήγαγε έννοιες όπως η υπόθεση εργασίας (διατύπωση υπόθεσης για τη λειτουργία του προβλήματος μέσα στο σύστημα), η κυκλική διερώτηση (εξειδικευμένος τρόπος θέσης ερωτήσεων στα μέλη για να φανεί η κυκλικότητα των αντιλήψεών τους) και η θετική νοηματοδότηση (reframing κάθε συμπεριφοράς ως λογικής και θετικής μέσα στο πλαίσιο του συστήματος). Η ομάδα του Μιλάνου επίσης εισήγαγε τη στάση της “ουδετερότητας” του θεραπευτή – να μην παίρνει το μέρος κανενός και να μην κρίνει, ώστε να αναδυθούν εναλλακτικές οπτικές.
- Μεταμοντέρνες και Κατασκευαστικές Προσεγγίσεις: Από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, η συστημική θεραπεία επηρεάστηκε από το μεταμοντέρνο ρεύμα. Αυτό οδήγησε σε μοντέλα όπως η Λύση-επικεντρωμένη σύντομη θεραπεία (Steve de Shazer, Insoo Kim Berg) και η Αφηγηματική θεραπεία (Michael White, David Epston). Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενδιαφέρονται λιγότερο για το πώς προέκυψε το πρόβλημα και περισσότερο για το πώς θα δημιουργηθούν λύσεις ή νέες αφηγήσεις ζωής. Η πραγματικότητα θεωρείται μια κοινωνική κατασκευή μέσω της γλώσσας: άρα, αλλάζοντας τον τρόπο που μιλάμε για το πρόβλημα, αλλάζει και η εμπειρία μας από αυτό. Η λύση, σύμφωνα με αυτές τις προσεγγίσεις, υπάρχει ήδη εν σπέρματι μέσα στις εξαιρέσεις του προβλήματος ή στις εναλλακτικές ιστορίες που δεν έχουν ακόμα αναδυθεί.
Συνοψίζοντας, το θεωρητικό πλαίσιο της συστημικής θεραπείας μετακινεί την προσοχή από το “Τι πάει στραβά με το άτομο;” στο “Ποιες αλληλεπιδράσεις και νοήματα δημιουργούν και διατηρούν το πρόβλημα;” και τελικά στο “Πώς μπορούμε να μεταβάλουμε αυτές τις αλληλεπιδράσεις ώστε να προκύψει λύση;”. Με αυτό το υπόβαθρο, θα εξετάσουμε τώρα πιο συγκεκριμένα τις δομές διαμόρφωσης των προβλημάτων και των λύσεων στη συστημική θεραπεία.
Δομές Διαμόρφωσης Προβλημάτων στη Συστημική Θεραπεία
Στη συστημική προσέγγιση, ένα πρόβλημα δεν θεωρείται απλώς ένα ανεπιθύμητο σύμπτωμα που πρέπει να εξαλειφθεί, αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων δομών και διαδικασιών εντός του συστήματος. Οι θεραπευτές εξετάζουν πώς ένα πρόβλημα παίρνει μορφή και τι το διατηρεί σε επίπεδο σχέσεων και επικοινωνίας. Ακολουθούν βασικές διαστάσεις της διαμόρφωσης των προβλημάτων:
Το Σύμπτωμα ως Μέρος του Συνόλου
Κάθε σύμπτωμα ή προβληματική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως στοιχείο της συνολικής δυναμικής του συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι αντί να ρωτάμε “Τι πρόβλημα έχει το άτομο;”, ρωτάμε “Τι ρόλο παίζει το σύμπτωμα στη λειτουργία του συστήματος;”. Για παράδειγμα, ένα παιδί με αγχώδεις εκρήξεις μπορεί να εξυπηρετεί την ασυνείδητη λειτουργία του να κρατά τους γονείς ενωμένους (καθώς επικεντρώνονται από κοινού στο παιδί αντί να καβγαδίζουν μεταξύ τους). Το πρόβλημα λοιπόν έχει μια συστημική λειτουργία: είναι μέρος μιας αλληλουχίας ενεργειών-αντιδράσεων που, όσο και αν φαίνεται δυσλειτουργική, διατηρεί μια ισορροπία. Αυτή η αντίληψη βοηθά τον θεραπευτή να μην στιγματίζει το “ταυτοποιημένο ασθενή” (το άτομο που φαίνεται να έχει το πρόβλημα), αλλά να δει πώς όλοι συμβάλλουν στο πρότυπο.
Μοτίβα Αλληλεπίδρασης που Συντηρούν το Πρόβλημα
Ένα πρόβλημα εντοπίζεται μέσα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα αλληλεπίδρασης. Η συστημική θεραπεία αναζητά αυτόν τον φαύλο κύκλο: ποιες ακολουθίες συμπεριφορών επαναλαμβάνονται διαρκώς και “κλειδώνουν” το σύστημα σε μια προβληματική κατάσταση. Συχνά, αυτό το μοτίβο μπορεί να περιγραφεί ως μια αλυσίδα: δράση Α του ατόμου Χ -> αντίδραση Β του ατόμου Ψ -> αντίδραση Γ του Χ -> … η οποία τελικά καταλήγει να ενισχύει ξανά τη δράση Α.
Για παράδειγμα, ένας σύζυγος αισθάνεται ότι η σύζυγός του τον επικρίνει, οπότε αποσύρεται συναισθηματικά· εκείνη, νιώθοντας την απόσυρσή του, τον επικρίνει περισσότερο για την αδιαφορία του· αυτό τον οδηγεί σε μεγαλύτερη απόσταση. Το αποτέλεσμα είναι ένα αυτοτροφοδοτούμενο σχήμα παρεξήγησης και απόστασης. Το αρχικό “πρόβλημα” (π.χ. επικοινωνιακή ασυμφωνία) πλέον δομείται σε έναν κύκλο όπου και οι δύο συμβάλλουν, χωρίς σαφή αρχή ή τέλος. Ο θεραπευτής χαρτογραφεί αυτά τα μοτίβα ώστε να τα κάνει εμφανή στους συμμετέχοντες.
Προσπάθειες Λύσης που Γίνονται Μέρος του Προβλήματος
Μια πρωτοποριακή ιδέα που εισήγαγε η ομάδα του MRI (Watzlawick, Weakland, Fisch) είναι ότι οι προσπάθειες επίλυσης ενός προβλήματος μπορεί να το συντηρούν ή να το επιδεινώνουν. Όταν μια οικογένεια ή ένα άτομο δοκιμάζει επανειλημμένα την ίδια στρατηγική για να λύσει το πρόβλημα χωρίς επιτυχία, αυτή η στρατηγική καθίσταται μέρος του προβλήματος.
Για παράδειγμα, οι γονείς ενός ανυπάκουου εφήβου μπορεί να δοκιμάζουν όλο και πιο αυστηρές τιμωρίες· όμως η αυστηρότητα οδηγεί τον έφηβο σε περισσότερη ανταρσία, πράγμα που ωθεί τους γονείς σε ακόμη αυστηρότερα μέτρα. Αυτή η ατέρμονη προσπάθεια επίλυσης στο ίδιο επίπεδο (περισσότερο από το ίδιο) περιγράφεται ως αλλαγή πρώτης τάξης – μια προσπάθεια να αλλάξει η κατάσταση χωρίς να αλλάξουν οι βασικοί κανόνες ή το πλαίσιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η “λύση” γίνεται μέρος της δομής του προβλήματος. Στη διαμόρφωση του προβλήματος λοιπόν συνυπολογίζουμε όχι μόνο τι δεν πάει καλά, αλλά και τι έχουν ήδη δοκιμάσει οι άνθρωποι να κάνουν για να το διορθώσουν.
Συστημικές Υποθέσεις και Πιστεύω
Οι οικογένειες συχνά αναπτύσσουν συλλογικές πεποιθήσεις που παγιώνουν τα προβλήματα τους, όπως η αντίληψη ότι κάποιος είναι ανιάτως ατίθασος ή ότι η κατάθλιψη είναι αναπόφευκτη, δημιουργώντας έτσι κυρίαρχες ιστορίες που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Αυτές οι αφηγήσεις δίνουν νόημα στα συμπτώματα και, όταν όλοι πιστεύουν ότι τίποτα δεν μπορεί να βοηθήσει, η πεποίθηση αυτή ενισχύει την παθητικότητα και την απόγνωση, επιτρέποντας την συνέχιση των προβλημάτων.
Οικογενειακή Δομή και Ισορροπία Δυνάμεων
Από την πλευρά της δομικής θεραπείας, η διαμόρφωση του προβλήματος συνδέεται στενά με την οργάνωση και ιεραρχία του συστήματος. Για παράδειγμα, εάν οι γονείς αποτυγχάνουν να συνεργαστούν ως ηγέτες της οικογένειας, ένα παιδί μπορεί να εκδηλώσει προβληματική συμπεριφορά, αντανακλώντας την έλλειψη καθοδήγησης. Ή, αν υπάρχει μια συγκρουσιακή συμμαχία μεταξύ ενός γονέα και ενός παιδιού εναντίον του άλλου γονέα (τριγωνοποίηση), το σύμπτωμα του παιδιού μπορεί να λειτουργεί ως μέσο έκφρασης της συζυγικής σύγκρουσης που αποφεύγεται. Έτσι, η ιεραρχική αντιστροφή (παιδιά σε γονεϊκό ρόλο, γονείς αδύναμοι) και τα θολά όρια ανάμεσα στα μέλη αποτελούν δομές που γεννούν προβλήματα. Η σαφής αναγνώριση αυτών των δομών είναι κρίσιμη για την κατανόηση του “γιατί υπάρχει το πρόβλημα”.
Πολυγενεακές Επιρροές
Ορισμένες συστημικές θεωρήσεις (π.χ. η θεωρία του Bowen) επισημαίνουν ότι τα προβλήματα μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαγενεακών προτύπων. Η συναισθηματική δυσλειτουργία μπορεί να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά μέσω δυσπροσαρμοστικών μοτίβων όπως η χαμηλή διαφοροποίηση του εαυτού (δυσκολία στη διατήρηση αυτονομίας μέσα σε στενές σχέσεις) ή οι οικογενειακοί ρόλοι που κληροδοτούνται (π.χ. σε κάθε γενιά ένα μέλος θυματοποιείται ή γίνεται ο “ήρωας” που σώζει τους άλλους). Αν και η έμφαση στη διαγενεακή διάσταση ποικίλλει ανάλογα με το μοντέλο, αυτές οι επιρροές μπορούν να ειδωθούν ως δομές προβλήματος που υπερβαίνουν το παρόν σύστημα και συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Έτσι, ένα πρόβλημα σήμερα ενδέχεται να είναι η τρέχουσα έκφραση μιας αλυσίδας γεγονότων και σχέσεων του παρελθόντος.
Συνολικά, η διαμόρφωση ενός προβλήματος στη συστημική θεραπεία είναι μια διαδικασία ανάλυσης του πλέγματος αλληλεπιδράσεων, επικοινωνιών και νοημάτων που συγκρατούν το πρόβλημα στη θέση του. Ο θεραπευτής λειτουργεί σαν “ερευνητής του συστήματος”, συν-διαμορφώνοντας με την οικογένεια μια εικόνα για το πώς όλα τα κομμάτια του παζλ (τα άτομα, οι μεταξύ τους σχέσεις, το περιβάλλον, οι προηγούμενες προσπάθειες επίλυσης) συνθέτουν την τρέχουσα δυσκολία. Αυτή η εικόνα όχι μόνο εξηγεί γιατί το πρόβλημα υπάρχει, αλλά και υπαινίσσεται πιθανούς δρόμους για την αλλαγή του.
Δομές Διαμόρφωσης Λύσεων και Θεραπευτική Αλλαγή
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη ότι η επίλυση ενός προβλήματος απαιτεί τον εντοπισμό και την εξάλειψη της αιτίας του, η συστημική θεραπεία προτείνει ότι η λύση μπορεί να διαμορφωθεί ανεξάρτητα από την αρχική αιτιολογία. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι μικρές αλλαγές στη δομή του συστήματος μπορούν να επιφέρουν δυσανάλογα μεγάλες βελτιώσεις. Οι θεραπευτές, αντί να “επιδιορθώνουν” άμεσα το σύμπτωμα, προσπαθούν να μετακινήσουν το σύστημα σε νέους τρόπους λειτουργίας όπου το αρχικό πρόβλημα καθίσταται περιττό. Βασικές πτυχές της διαμόρφωσης λύσεων είναι οι εξής:
Αλλαγή Δεύτερης Τάξης
Για να ξεφύγει ένα σύστημα από τον φαύλο κύκλο ενός προβλήματος, συχνά απαιτείται αλλαγή δεύτερης τάξης – δηλαδή αλλαγή των ίδιων των κανόνων ή του πλαισίου που διέπει τις αλληλεπιδράσεις. Εδώ η θεραπεία δεν εστιάζει στο να κάνει “περισσότερο ή λιγότερο από το ίδιο” (αλλαγή πρώτης τάξης), αλλά στο να κάνει κάτι ποιοτικά διαφορετικό.
Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι που καβγαδίζει συνεχώς για τις ευθύνες του σπιτιού θα μπορούσε να δοκιμάσει να ανταλλάξει ρόλους για μια μέρα – μια απρόσμενη αλλαγή που τους επιτρέπει να δουν την κατάσταση από νέα σκοπιά, αντί απλώς να προσπαθούν να πείσουν ο ένας τον άλλο με τα ίδια επιχειρήματα. Η αλλαγή δεύτερης τάξης συνεπάγεται μια μετατόπιση πλαισίου: οι παλιοί κανόνες παύουν να ισχύουν και αναδύεται μια νέα οργάνωση. Σύμφωνα με τη συστημική οπτική, η λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα συχνά απαιτεί μια τέτοια μεταστροφή.
Αναπλαισίωση και Αλλαγή Νοήματος
Ένας θεμελιώδης μηχανισμός διαμόρφωσης λύσεων είναι η αλλαγή του νοήματος που αποδίδεται στο πρόβλημα. Μέσω της αναπλαισίωσης (reframing), ο θεραπευτής προσφέρει μια νέα ερμηνεία για μια συμπεριφορά ή κατάσταση, η οποία μειώνει την αντίσταση και ανοίγει τον δρόμο για αλλαγή. Για παράδειγμα, μια μητέρα που βλέπει τον γιο της ως “ανεύθυνο” επειδή ξεχνάει τις σχολικές του εργασίες, μπορεί μέσω αναπλαισίωσης να αρχίσει να τον βλέπει ως ανεξάρτητο στοχαστή που χάνεται στις δημιουργικές του ιδέες.
Με αυτή τη νέα ματιά, η αντίδρασή της αλλάζει από θυμό σε περιέργεια, και η αλληλεπίδραση γονιού-παιδιού τροποποιείται. Η αναπλαισίωση ουσιαστικά δημιουργεί μια εναλλακτική πραγματικότητα για το σύστημα: το ίδιο γεγονός αποκτά διαφορετικό νόημα και, συνεπώς, επιτρέπει διαφορετική ανταπόκριση. Πολλές φορές, η αλλαγή νοήματος από μόνη της αποτελεί την λύση, καθώς το πρόβλημα παύει να βιώνεται ως πρόβλημα.
Εστίαση στη Λύση αντί για το Πρόβλημα
Ιδιαίτερα στις σύγχρονες συστημικές προσεγγίσεις (λύση-επικεντρωμένη, αφηγηματική), η προσοχή μετατοπίζεται συνειδητά από την ανάλυση του προβλήματος στην οικοδόμηση της λύσης. Αυτό σημαίνει ότι ο θεραπευτής καλλιεργεί συζητήσεις για το πώς θα είναι η ζωή χωρίς το πρόβλημα ή ποιες υπάρχουσες στιγμές είναι ήδη κοντά σε αυτή την επιθυμητή κατάσταση. Για παράδειγμα, μπορεί να ζητηθεί από έναν πελάτη: “Πες μου για μια φορά την τελευταία εβδομάδα που ένιωσες λίγο καλύτερα – τι ήταν διαφορετικό τότε;”.
Μέσα από τέτοιες συζητήσεις αναδεικνύονται οι εξαιρέσεις στο πρόβλημα (στιγμές που το πρόβλημα δεν εμφανίζεται ή είναι λιγότερο έντονο) και οι πόροι των μελών (ικανότητες, υποστηρικτικά στοιχεία) που ίσως είχαν υποτιμηθεί. Η λύση διαμορφώνεται ενισχύοντας αυτά τα θετικά στοιχεία και επεκτείνοντάς τα. Αυτή η πρακτική βασίζεται στην πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε την αιτία ενός προβλήματος για να το λύσουμε – αρκεί να βρούμε τι λειτουργεί και να το κάνουμε συστηματικό.
Συνεργατική Συν-κατασκευή της Λύσης
Στη συστημική θεραπεία, η λύση δεν είναι κάτι που επιβάλλει ο θεραπευτής, αλλά κάτι που συν-δημιουργεί μαζί με τους συμμετέχοντες. Ο θεραπευτής, ιδίως στη μεταμοντέρνα εκδοχή, αποφεύγει το ρόλο του “ειδικού που ξέρει” και υιοθετεί το ρόλο ενός συνεργάτη που διευκολύνει τη συζήτηση. Η αλλαγή επιτυγχάνεται όταν το ίδιο το σύστημα ανακαλύψει διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και επίλυσης. Για να γίνει αυτό, ο θεραπευτής καλλιεργεί έναν διάλογο όπου όλες οι φωνές ακούγονται και νέες ιδέες μπορούν να αναδυθούν.
Η ουδετερότητα (αμεροληψία) και η περιέργεια του θεραπευτή είναι κλειδιά: κάνοντας ερωτήσεις ανοιχτές, κυκλικές, βοηθά τα μέλη να δουν τις σχέσεις τους υπό διαφορετική γωνία. Η λύση λοιπόν συχνά προκύπτει ως “επιφοίτηση” ή συνειδητοποίηση μέσα στην οικογένεια – ένα νέο νόημα ή μια νέα συμφωνία που αλλάζει το πρότυπο. Αυτή η διαδικασία είναι αυτο-οργανωτική: ο θεραπευτής παρέχει τα ερεθίσματα, όμως το ίδιο το σύστημα βρίσκει τη νέα ισορροπία του.
Μικρές Αλλαγές, Μεγάλες Επιπτώσεις
Οι συστημικοί θεραπευτές συχνά υιοθετούν την αρχή ότι μια μικρή αλλαγή σε ένα μέρος του συστήματος μπορεί να επιφέρει μεγάλη αλλαγή στο σύνολο. Αυτό βασίζεται στην έννοια των μη γραμμικών επιδράσεων και της αλληλεξάρτησης. Επομένως, δεν είναι πάντα απαραίτητο να αλλάξουν όλα ή να επιλυθεί πλήρως κάθε πλευρά του προβλήματος – αρκεί να επέλθει μια κρίσιμη μετατόπιση σε κάποιο κομβικό σημείο.
Για παράδειγμα, αν σε μια οικογένεια με μακροχρόνια σύγκρουση οι συνεδρίες οδηγήσουν έστω και ένα μέλος να αλλάξει στάση (π.χ. ένας γονέας αρχίσει να ακούει περισσότερο και να επικρίνει λιγότερο), αυτό μπορεί να αλυσιδωτά βελτιώσει την ατμόσφαιρα και να μειώσει τη σύγκρουση συνολικά. Η θεραπευτική αλλαγή θεωρείται επιτυχημένη όταν δημιουργηθεί ένας νέος κύκλος αλληλεπιδράσεων – ένας “ενάρετος κύκλος” που αντικαθιστά τον παλιό φαύλο κύκλο. Η έμφαση λοιπόν δεν είναι σε δραματικές επεμβάσεις, αλλά σε στοχευμένες παρεμβάσεις που λειτουργούν ως καταλύτες για την αυτο-αλλαγή του συστήματος.
Ο ρόλος του Θεραπευτή ως Παράγοντα Αλλαγής
Αν και ο θεραπευτής δεν “λύνει” το πρόβλημα για λογαριασμό της οικογένειας, έχει έναν κρίσιμο ρόλο: να δημιουργήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η αλλαγή καθίσταται δυνατή. Αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους – από το να εγκαθιδρύσει μια θεραπευτική συμμαχία με όλα τα μέλη, μέχρι να μειώσει το άγχος γύρω από το πρόβλημα για να μπορέσει η οικογένεια να πειραματιστεί με κάτι νέο. Σε πιο κλασικές στρατηγικές προσεγγίσεις, ο θεραπευτής ενεργεί ως σκηνοθέτης, δίνοντας κατευθύνσεις ή αναθέτοντας πειραματικές εργασίες στο σπίτι (π.χ. να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο μεταξύ των συνεδριών).
Σε πιο συνεργατικές προσεγγίσεις, ο θεραπευτής λειτουργεί ως καθρέφτης που βοηθά την οικογένεια να δει τον εαυτό της διαφορετικά, ή ως διευκολυντής ενός δημιουργικού διαλόγου. Σε κάθε περίπτωση, ο θεραπευτής συνεισφέρει δομές για τη λύση – είτε πρόκειται για μια νέα ρουτίνα, ένα πείραμα, είτε για ένα νέο λεξιλόγιο περιγραφής της πραγματικότητας. Η επιτυχία δεν αποδίδεται στον θεραπευτή αλλά στο σύστημα που έχει κινητοποιηθεί.
Συμπερασματικά, η διαμόρφωση λύσεων στη συστημική θεραπεία αφορά την αναδόμηση του τρόπου λειτουργίας του συστήματος: δημιουργώντας νέες εμπειρίες, νέες ερμηνείες και νέες αλληλεπιδράσεις που αντικαθιστούν τις προηγούμενες δυσλειτουργικές. Μια πετυχημένη λύση συχνά γίνεται εμφανής όταν το αρχικό πρόβλημα παύει να έχει το ίδιο νόημα για τα μέλη ή/και οι συμπεριφορές που το στήριζαν δεν εμφανίζονται πλέον με τον παλιό τρόπο.
Τεχνικές και Εργαλεία του Συστημικού Θεραπευτή στην Πράξη
Η θεωρία της συστημικής θεραπείας υλοποιείται μέσα από ποικίλες τεχνικές και εργαλεία που βοηθούν στην ανάδυση της προαναφερθείσας αλλαγής. Οι θεραπευτές αντλούν από ένα ευρύ ρεπερτόριο παρεμβάσεων, ανάλογα με το μοντέλο και τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές τεχνικές, μαζί με ένα σύντομο παράδειγμα ή περιγραφή της χρήσης τους:
- Αναπλαισίωση (Reframing): Ο θεραπευτής προτείνει μια εναλλακτική ερμηνεία για μια συμπεριφορά ή γεγονός, δίνοντάς του θετικό ή τουλάχιστον διαφορετικό νόημα. Για παράδειγμα, μια σύζυγος που παραπονιέται ότι ο άνδρας της είναι απόμακρος και δεν της μιλά, μπορεί να ακούσει από τον θεραπευτή ότι ίσως εκείνος της δείχνει την αγάπη του μέσω πράξεων αντί λέξεων. Αυτή η νέα οπτική μπορεί να μειώσει την ένταση μεταξύ τους και να ανοίξει χώρο για κατανόηση. Η αναπλαισίωση είναι εργαλείο που χρησιμοποιείται σε όλες σχεδόν τις μορφές συστημικής θεραπείας για να μετατοπίσει την αντίληψη των μελών σχετικά με το πρόβλημα.
- Κυκλική Διερώτηση: Πρόκειται για μια ειδική μορφή ερώτησης που ανέπτυξε η ομάδα του Μιλάνου. Ο θεραπευτής ρωτά ένα μέλος της οικογένειας να σχολιάσει τη σχέση μεταξύ δύο άλλων μελών. Για παράδειγμα: “Μαρία, πώς νομίζεις ότι νιώθει ο αδερφός σου όταν η μητέρα σας μαλώνει με τη γιαγιά;”. Αυτές οι ερωτήσεις αναγκάζουν τα μέλη να δουν τις κυκλικές αλληλεπιδράσεις και να υιοθετήσουν την οπτική ενός παρατηρητή του συστήματος. Παράλληλα, αποκαλύπτουν κρυφές συμμαχίες, αντιλήψεις και συναισθήματα. Η κυκλική διερώτηση είναι ισχυρό διαγνωστικό και παρεμβατικό εργαλείο – μέσω αυτής, η ίδια η οικογένεια αρχίζει να αντιλαμβάνεται το μοτίβο στο οποίο βρίσκεται παγιδευμένη.
- Παραδοξικές Παρεμβάσεις: Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τη στρατηγική/επικοινωνιακή σχολή (Haley, MRI) και περιλαμβάνουν σκόπιμα αντιφατικές ή απρόσμενες οδηγίες προς την οικογένεια. Μια κλασική παραδοξική τεχνική είναι η “συνταγή του συμπτώματος”: ο θεραπευτής ζητά από τους ανθρώπους να πράξουν επίτηδες το σύμπτωμα. Για παράδειγμα, σε ένα παιδί που τραυλίζει έντονα σε αγχωτικές στιγμές, θα μπορούσε ο θεραπευτής να του πει να τραυλίσει επί τούτου κάθε φορά που νιώθει άγχος. Στόχος είναι να ανατραπεί το πλαίσιο – είτε το σύμπτωμα θα χάσει τη λειτουργία του (αφού παύει να είναι αυθόρμητο) είτε η οικογένεια θα αντιδράσει διαφορετικά. Άλλη παραδοξική παρέμβαση είναι η “πρόβλεψη υποτροπής”: λέγοντας, π.χ., σε ένα ζευγάρι που είχε μια καλή εβδομάδα χωρίς καβγάδες ότι “είναι φυσιολογικό να ξαναμαλώσετε σύντομα”, τούς προκαλεί να διαψεύσουν την πρόβλεψη παραμένοντας ήρεμοι (δηλαδή, να λύσουν το πρόβλημα επίτηδες). Αυτές οι τεχνικές αξιοποιούν την έννοια ότι μερικές φορές το άμεσο “σπρώξιμο” προς την αλλαγή προκαλεί αντίσταση, ενώ η έμμεση, παράδοξη προσέγγιση παρακάμπτει τις άμυνες.
- Εντολές και Καθοδηγούμενα Καθήκοντα: Σε πολλές περιπτώσεις, ο συστημικός θεραπευτής δίνει συγκεκριμένες εργασίες για το σπίτι ή οδηγίες προς τα μέλη, σχεδιασμένες να διαταράξουν το πρόβλημα. Για παράδειγμα, μπορεί να ζητήσει από τους γονείς να αφιερώσουν 10 λεπτά κάθε βράδυ αποκλειστικά στο παιδί, παίζοντας μαζί του (αν το σύμπτωμα θεωρείται ότι σχετίζεται με έλλειψη προσοχής). Ή μπορεί να ζητήσει από ένα ανδρόγυνο που αποξενώνεται να κανονίσει μια καθημερινή σύντομη συζήτηση 15 λεπτών χωρίς αντιπερισπασμούς. Αυτές οι στρατηγικές παρεμβάσεις στοχεύουν στο να δημιουργήσουν νέες εμπειρίες ανάμεσα στα μέλη, αντίθετες στα παγιωμένα μοτίβα. Μερικές φορές τα καθήκοντα μπορεί να είναι ασυνήθιστα – π.χ. να γράψει η οικογένεια ένα ημερολόγιο όταν συμβαίνει το σύμπτωμα, ή να κάνει ένα τελετουργικό κάθε φορά που λύνεται μια μικρή διαφορά – όλα με σκοπό την αύξηση της επίγνωσης και την αλλαγή ρουτίνας.
- Παιχνίδια Ρόλων και Δράματα (Enactments): Ειδικά στη δομική προσέγγιση, ο θεραπευτής μπορεί να φέρει στην επιφάνεια το οικογενειακό μοτίβο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας ζητώντας από τα μέλη να αναπαραστήσουν ένα συγκεκριμένο σκηνικό. Για παράδειγμα: “Δείξτε μου πώς γίνεται συνήθως ένας τυπικός καβγάς στο σπίτι”. Μέσω αυτής της δραματοποίησης (enactment), ο θεραπευτής παρατηρεί ζωντανά τις αλληλεπιδράσεις και μπορεί να παρέμβει επί τόπου: να ενισχύσει τη φωνή ενός ήσυχου μέλους, να προτείνει σε δύο άτομα να αλλάξουν θέση στο δωμάτιο, ή να σταματήσει τη σκηνή και να αναλύσει τι συμβαίνει. Τα Enactments δίνουν την ευκαιρία στην οικογένεια να νιώσει την αλλαγή εντός της συνεδρίας – π.χ. αν ένας πατέρας για πρώτη φορά θέσει όρια στο παιδί κατά τη διάρκεια ενός enactment και το κάνει αποτελεσματικά, αυτή η εμπειρία μπορεί να μεταφερθεί και εκτός θεραπείας.
- Εξωτερίκευση του Προβλήματος: Προερχόμενη από την αφηγηματική θεραπεία, αυτή η τεχνική αλλάζει ριζικά τον τρόπο που μιλούν τα μέλη για το ζήτημα. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει την οικογένεια να μιλήσει για το πρόβλημα σαν να ήταν ένας εξωτερικός παράγοντας, όχι έμφυτος σε κάποιο μέλος. Για παράδειγμα, αντί να λέμε “η κόρη μας είναι καταθλιπτική”, λέμε “η κατάθλιψη βασανίζει την κόρη μας”. Ή αντί ο έφηβος να πει “είμαι επιθετικός”, λέει “η επιθετικότητα με καταλαμβάνει κάποιες στιγμές”. Με αυτό τον τρόπο, το πρόβλημα αποπροσωποποιείται και τα άτομα μπορούν να συμμαχήσουν μεταξύ τους εναντίον του κοινού προβλήματος. Ο θεραπευτής μπορεί να πάει ακόμα παραπέρα, ζητώντας από τους πελάτες να δώσουν ένα όνομα ή μια μορφή στο πρόβλημα (π.χ. “το Μαύρο Σύννεφο” για την κατάθλιψη) και να διηγηθούν ιστορίες για το πότε το νικούν. Η εξωτερίκευση συχνά φέρνει μια άμεση ανακούφιση, καθώς μειώνει τις αλληλοκατηγορίες και το στίγμα, και ταυτόχρονα κινητοποιεί τις δυνάμεις της οικογένειας να αντιμετωπίσει δημιουργικά την κατάσταση.
- Θαυματουργή Ερώτηση και Αναζήτηση Εξαιρέσεων: Αυτές είναι τεχνικές κλειδιά της λύσης-επικεντρωμένης θεραπείας, οι οποίες έχουν όμως ενσωματωθεί γενικότερα στο συστημικό ρεπερτόριο. Η ερώτηση του θαύματος διατυπώνεται ως εξής: “Ας πούμε ότι απόψε, ενώ κοιμάσαι, γίνεται ένα θαύμα και το πρόβλημα που σε απασχολεί λύνεται. Τι θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα πρόσεχες το επόμενο πρωί που θα σου έδειχνε ότι το θαύμα έγινε;”. Αυτή η ερώτηση αναπλαισιώνει τη σκέψη του πελάτη από το πρόβλημα στις λεπτομέρειες της λύσης. Τον βοηθά να φανταστεί συγκεκριμένες αλλαγές που συνθέτουν μια επιθυμητή πραγματικότητα. Σχετική είναι και η αναζήτηση εξαιρέσεων: “Υπάρχουν φορές που το πρόβλημα δεν συμβαίνει ή είναι λιγότερο έντονο; Τι διαφέρει τότε;”. Εστιάζοντας στις εξαιρέσεις, οι θεραπευόμενοι αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα δεν είναι πανταχού παρόν και ότι ήδη, έστω και ανεπίγνωστα, έχουν βρει τρόπους να το μετριάζουν. Οι τεχνικές αυτές ενισχύουν το αίσθημα αυτεπάρκειας και ελπίδας, καθώς οι λύσεις αναδύονται από τις δικές τους εμπειρίες.
- Γενεόγραμμα (Genogram): Το γενεόγραμμα είναι ένα εργαλείο χαρτογράφησης της οικογένειας, μια εικονογραφημένη γενεαλογική αναπαράσταση που περιλαμβάνει πληροφορίες για τουλάχιστον τρεις γενιές (σχέσεις, σημαντικά γεγονότα, συναισθηματικοί δεσμοί, συγκρούσεις κ.ά.). Αν και αρχικά είναι διαγνωστικό εργαλείο (βοηθά να εντοπιστούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως π.χ. γενεαλογικό ιστορικό κατάθλιψης ή μονογονεϊκών οικογενειών), συχνά λειτουργεί και θεραπευτικά. Η διαδικασία δημιουργίας του γενεογράμματος στην ίδια τη συνεδρία εμπλέκει την οικογένεια σε έναν αναστοχασμό για την ταυτότητά της και τα κληρονομημένα μοτίβα. Εντοπίζοντας πώς ένα πρόβλημα μπορεί να συνδέεται με το οικογενειακό παρελθόν, τα μέλη ενθαρρύνονται να γράψουν ένα καινούριο τέλος στην ιστορία, απαλλαγμένο από το βάρος των προηγούμενων γενεών.
- Συστημική Τελετουργία: Ορισμένες φορές, οι θεραπευτές προτείνουν τελετουργικά – συμβολικές πράξεις με συγκεκριμένη δομή – ως μέσο αλλαγής. Αυτό προτάθηκε ιδιαίτερα από την ομάδα του Μιλάνου. Για παράδειγμα, σε μια οικογένεια όπου μια έφηβη κόρη παρουσιάζει ψυχοσωματικά συμπτώματα κάθε φορά που διαφωνούν οι γονείς, μπορεί να δοθεί ένα τελετουργικό: κάθε βράδυ για μία εβδομάδα, όλοι μαζί να περάσουν 30 λεπτά συζητώντας ανοιχτά τις εντάσεις της ημέρας, και στη συνέχεια η κόρη να γράψει σε ένα χαρτί πώς ένιωσε που άκουσε τους γονείς να μιλούν ήρεμα. Στο τέλος της εβδομάδας το χαρτί θα καεί τελετουργικά μπροστά σε όλους. Τέτοιες παρεμβάσεις, όσο παράξενες κι αν φαίνονται, προσφέρουν νέους κανόνες προσωρινά στο σύστημα και του επιτρέπουν να λειτουργήσει διαφορετικά, ενισχύοντας παράλληλα τη δέσμευση όλων στην αλλαγή.
Οι παραπάνω τεχνικές δεν αποτελούν παρά ένα δείγμα των εργαλείων που έχει στη διάθεσή του ένας συστημικός θεραπευτής. Στην πράξη, οι θεραπευτές συχνά συνδυάζουν τεχνικές και προσαρμόζουν την παρέμβαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συστήματος που έχουν απέναντί τους. Το σημαντικό είναι ότι κάθε τεχνική υπηρετεί τη γενική αρχή της συστημικής θεραπείας: να διακόψει τα δυσλειτουργικά μοτίβα και να διευκολύνει την εμφάνιση νέων, πιο υγιών τρόπων αλληλεπίδρασης και νοήματος.
Παραδείγματα Εφαρμογής στην Πράξη
Για να γίνει πιο κατανοητό πώς οι παραπάνω αρχές και τεχνικές ζωντανεύουν στη θεραπευτική πράξη, ακολουθούν δύο συνοπτικά παραδείγματα. Τα παραδείγματα αυτά illustrάνε πώς ένας συστημικός θεραπευτής μπορεί να διαμορφώσει την κατανόηση ενός προβλήματος και να καθοδηγήσει τη διαδικασία προς μια λύση.
Παράδειγμα 1: Η περίπτωση ενός “δύσκολου” εφήβου
Μια οικογένεια ζητά βοήθεια για τον 16χρονο γιο τους, τον Νίκο, που έχει γίνει αντιδραστικός, δε διαβάζει και συγκρούεται συνεχώς με τον πατέρα του. Στην αρχική συζήτηση, η μητέρα λέει: “Το πρόβλημα είναι ο γιος μας· δεν ακούει κανέναν”. Ένας ατομοκεντρικός θεραπευτής ίσως επικεντρωνόταν στον Νίκο και στα κίνητρα ή τις σκέψεις του.
Ο συστημικός θεραπευτής, όμως, διευρύνει αμέσως τον φακό: συναντά ολόκληρη την οικογένεια και παρατηρεί τις αλληλεπιδράσεις. Διαπιστώνει ότι κάθε φορά που ο πατέρας προσπαθεί να βάλει όρια (π.χ. να επιμείνει για τις σχολικές υποχρεώσεις), η μητέρα παρεμβαίνει προστατευτικά υπέρ του Νίκου, με αποτέλεσμα ο πατέρας να θυμώνει και ο Νίκος να αισθάνεται δικαιωμένος να αγνοεί τον πατέρα. Αυτό το τριγωνικό μοτίβο (πατέρας εναντίον γιου, με μητέρα ως σωτήρα του παιδιού) θεωρείται η δομή του προβλήματος.
Ο θεραπευτής μοιράζεται το υπόθεσή του με την οικογένεια: “Βλέπω πως προσπαθείτε όλοι να βοηθήσετε, αλλά ίσως άθελά σας παγιδεύεστε σε έναν κύκλο όπου ο ένας ακυρώνει τον άλλον. Ο Νίκος, ίσως, για να κερδίσει αυτονομία, προκαλεί τον πατέρα· η μητέρα, από αγάπη, υπερασπίζεται τον Νίκο, γεγονός που κάνει τον πατέρα να νιώθει παραγκωνισμένος και να γίνεται πιο αυστηρός, πράγμα που ξανά σπρώχνει τον Νίκο στην αντίδραση”. Αυτή η αναδιατύπωση βοηθά την οικογένεια να δει ότι όλοι συμμετέχουν στο πρόβλημα, και όχι μόνο ο έφηβος.
Προς τη λύση, ο θεραπευτής αποφασίζει να εφαρμόσει μια δομική παρέμβαση: σε επόμενη συνεδρία ζητά από τη μητέρα να παρατηρεί σιωπηρά ενώ ο πατέρας και ο Νίκος συζητούν ένα θέμα διαφωνίας. Τους καθοδηγεί να ακούσουν ο ένας τον άλλον χωρίς διακοπή. Στην αρχή η ένταση ανεβαίνει, αλλά η μητέρα συγκρατείται (νέα εμπειρία για όλους).
Ο θεραπευτής βοηθά τον πατέρα να διατυπώσει τα αιτήματά του χωρίς προσβολές και τον Νίκο να εκφράσει πώς νιώθει όταν τον μαλώνουν συνεχώς. Για πρώτη φορά, ο πατέρας ακούει ότι ο Νίκος αισθάνεται “μη αρκετός” στα μάτια του. Αυτή η στιγμή είναι μια αλλαγή νοήματος: το πρόβλημα δεν είναι “ο γιος είναι τεμπέλης”, αλλά “ο γιος νιώθει ότι δεν τον εμπιστεύονται”. Ο πατέρας, συγκινημένος, υπόσχεται να προσπαθήσει να δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη.
Ως εργασία, ο θεραπευτής τους αναθέτει το καθήκον να περνούν πατέρας και γιος δύο ώρες την εβδομάδα σε μια κοινή δραστηριότητα της επιλογής τους, χωρίς τη μητέρα παρούσα (π.χ. αθλητισμός, σινεμά). Η μητέρα λαμβάνει το καθήκον να αφιερώσει αυτόν τον χρόνο σε κάτι προσωπικό, αντιστεκόμενη στον πειρασμό να ανησυχεί για τον Νίκο. Στις επόμενες συνεδρίες, η οικογένεια αναφέρει σαφή βελτίωση: ο Νίκος και ο πατέρας μιλούν περισσότερο, οι εντάσεις μειώθηκαν. Μάλιστα, ο Νίκος εξέφρασε από μόνος του ενδιαφέρον να βελτιώσει τους βαθμούς του, κάτι που προέκυψε όταν ένιωσε ότι τον αντιμετωπίζουν πιο ώριμα.
Σε αυτό το παράδειγμα, βλέπουμε πώς η συστημική προσέγγιση αναδιατύπωσε το πρόβλημα από ατομικό σε σχεσιακό, και πώς συνδύασε τεχνικές (παρατήρηση μοτίβου, enactment στη συνεδρία, αλλαγή ορίων ρόλων, εργασία στο σπίτι) για να διαμορφώσει μια λύση. Το αποτέλεσμα ήταν η αλλαγή στη δομή της οικογενειακής αλληλεπίδρασης: ο πατέρας ανέκτησε τον γονεϊκό του ρόλο με θετικό τρόπο, η μητέρα απελευθερώθηκε από το μεσολαβητικό της καθήκον, και ο Νίκος μπόρεσε να συμπεριφερθεί πιο υπεύθυνα όταν έπαψε να αντιμετωπίζεται ως “μικρός”.
Παράδειγμα 2: Ζευγάρι σε αδιέξοδο επικοινωνίας
Ένα παντρεμένο ζευγάρι, η Άννα και ο Γιώργος, προσέρχονται σε θεραπεία λόγω συνεχών καβγάδων και συναισθηματικής απόστασης. Και οι δύο δηλώνουν ότι αγαπιούνται, αλλά νιώθουν ότι έχουν κολλήσει σε ένα μοτίβο όπου “κανείς δεν ακούει πραγματικά τον άλλον”. Ο θεραπευτής τους ζητά να περιγράψουν έναν τυπικό καβγά. Η Άννα λέει ότι όταν προσπαθεί να εκφράσει τι την ενοχλεί, ο Γιώργος κλείνεται, ανοίγει την τηλεόραση ή αλλάζει θέμα – αυτό την εξοργίζει και αρχίζει να του φωνάζει ότι την αγνοεί.
Ο Γιώργος, από την πλευρά του, λέει ότι αποφεύγει τη συζήτηση γιατί ο τόνος της Άννας τον τρομάζει, και όταν εκείνη θυμώνει περισσότερο, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σωπαίνει. Εδώ ο θεραπευτής εντοπίζει ένα κλασικό μοτίβο καταδίωξης-απόσυρσης: όσο η μία (Άννα) κυνηγά για επαφή με θυμωμένο τρόπο, τόσο ο άλλος (Γιώργος) υποχωρεί, πράγμα που πάλι αυξάνει την ένταση της πρώτης.
Αντί να αναλύσει ποιος από τους δυο “ξεκινά” πρώτος, ο θεραπευτής χαρτογραφεί τον κυκλικό χορό τους. Μάλιστα, το σχεδιάζει σε ένα χαρτί μπροστά τους, με βελάκια που δείχνουν την κυκλική αλληλουχία. Αυτό τους βοηθά να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα είναι το μοτίβο, όχι οι ίδιοι ως άτομα. Σε μια συνεδρία, εφαρμόζεται η τεχνική της εξωτερίκευσης: ο θεραπευτής προτείνει να δώσουν ένα όνομα σε αυτό το μοτίβο που τους πιάνει.
Μετά από συζήτηση, το ζευγάρι συμφωνεί να το αποκαλούν “ο τοίχος”. Λένε: “Όταν εμφανίζεται ο ‘τοίχος’ ανάμεσά μας, εγώ (Άννα) αρχίζω να φωνάζω και εσύ (Γιώργος) υψώνεις τον ‘τοίχο’ πιο ψηλά με τη σιωπή”. Αυτή η μεταφορά μετατρέπει την σύγκρουση σε κάτι έξω από τους δυο τους που μπορούν να παρατηρήσουν και να πολεμήσουν μαζί.
Στη συνέχεια, ο θεραπευτής κάνει μια θαυματουργή ερώτηση: “Αν ξυπνούσατε αύριο και ο ‘τοίχος’ είχε εξαφανιστεί, τι θα ήταν διαφορετικό;”. Η Άννα λέει ότι θα ξυπνούσαν αγκαλιασμένοι και ο Γιώργος θα την κοιτούσε στα μάτια χαμογελαστός. Ο Γιώργος λέει ότι θα πήγαινε στη δουλειά του ανάλαφρος, χωρίς κόμπο στο στομάχι, και θα ανυπομονούσε να γυρίσει σπίτι να συζητήσουν τα νέα της ημέρας. Αυτές οι περιγραφές τους δίνουν ένα συγκεκριμένο όραμα λύσης.
Ο θεραπευτής ρωτά: “Υπάρχουν στιγμές που, ακόμα κι αν ο ‘τοίχος’ είναι συνήθως εκεί, καταφέρατε να τον ρίξετε έστω για λίγο;”. Το ζευγάρι ανακαλεί ότι πέρσι, σε μια εκδρομή, ένιωσαν πολύ κοντά και επικοινώνησαν χωρίς δυσκολία. Επίσης, παραδέχονται ότι πρόσφατα, όταν αντιμετώπισαν μια κρίση με την άρρωστη γάτα τους, συνεργάστηκαν αποτελεσματικά και χωρίς καβγά.
Ο θεραπευτής τους αναθέτει ένα συμβολικό καθήκον: να σχεδιάσουν μαζί έναν πραγματικό “τοίχο” σε χαρτί και μετά να βρουν τρόπους να τον διακοσμήσουν ή να τον γκρεμίσουν δημιουργικά. Το κάνουν στο σπίτι και το βρίσκουν διασκεδαστικό – κολλούν χαρτάκια με ιδέες όπως “πήγαινε βόλτα αντί να φωνάξεις” (για την Άννα) ή “πες τι νιώθεις αντί να σωπάσεις” (για τον Γιώργο).
Στις επόμενες συνεδρίες αναφέρουν ότι τώρα πια, όταν αρχίζει ο καβγάς, κάποιος από τους δυο θα πει “να, εμφανίζεται ο τοίχος” και αυτόματα και οι δύο γελούν λίγο και προσπαθούν να αλλάξουν προσέγγιση. Έχουν συμφωνήσει επίσης ένα σήμα ασφαλείας: όταν ο Γιώργος νιώθει πιεσμένος, σηκώνει το χέρι – αυτό σημαίνει “χρειάζομαι ένα διάλειμμα, δεν σε απορρίπτω”. Η Άννα μαθαίνει να το αναγνωρίζει και να του δίνει λίγο χώρο, κάτι που βοηθά τον Γιώργο να μην κλείνεται επί ώρες.
Σε αυτή την περίπτωση ζεύγους, η λύση ήρθε μέσα από κατανόηση του κυκλικού προβλήματος (το διάγραμμα με τον “χορό”), την εξωτερίκευση (δίνοντας όνομα στον τοίχο), την αναγνώριση εξαιρέσεων και τη συνεργατική εύρεση νέων τρόπων (συμφωνία σε σήμα διαλείμματος, κοινή δραστηριότητα). Η θεραπευτική αλλαγή φάνηκε όταν το ζευγάρι μπόρεσε να αποστασιοποιηθεί από το μοτίβο του («τοίχος») και να ανακτήσει την ικανότητα να εμφαίνετai ενσυναίσθηση ο ένας για τον άλλον. Έτσι, η επικοινωνία αποκαταστάθηκε και το πρόβλημα έχασε την ισχύ του.
Συμπέρασμα
Η συστημική θεραπεία προσφέρει έναν πολυδιάστατο φακό μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε τα ανθρώπινα προβλήματα και τις λύσεις τους. Αντί να αναζητά μία γραμμική αιτία ή να αποδίδει την ευθύνη αποκλειστικά σε ένα άτομο, αναγνωρίζει ότι τα προβλήματα διαμορφώνονται από τις σχέσεις, τα μοτίβα και τα νοήματα που υπάρχουν μέσα σε ένα σύστημα. Αυτή η προσέγγιση μας μαθαίνει ότι ένα σύμπτωμα μπορεί να είναι ο τρόπος του συστήματος να διατηρεί μια ισορροπία, όσο δυσλειτουργική κι αν φαίνεται, και ότι η αλλαγή έρχεται όχι με την καταστολή του συμπτώματος αλλά με την μετεξέλιξη του ίδιου του συστήματος.
Οι δομές διαμόρφωσης των προβλημάτων στη συστημική θεραπεία περιλαμβάνουν την κυκλικότητα των αλληλεπιδράσεων, τις επικοινωνιακές ισορροπίες και ανισορροπίες, τους ρόλους και τους κανόνες που κρατούν ένα πρόβλημα στη θέση του, καθώς και τις ίδιες τις απόπειρες αλλαγής που μπορεί να έχουν γίνει μέρος της παθολογίας. Κατανοώντας αυτές τις δομές, ο θεραπευτής και η οικογένεια αποκτούν έναν “οδικό χάρτη” του προβλήματος.
Παράλληλα, οι δομές διαμόρφωσης των λύσεων δείχνουν ότι η αλλαγή δεν είναι ένα μυστηριώδες θαύμα αλλά μια διαδικασία ανασύνθεσης των ίδιων στοιχείων που αποτελούν το πρόβλημα. Αλλάζοντας το πλαίσιο, το νόημα, ή τις αλληλουχίες των πράξεων, το σύστημα μπορεί να μετακινηθεί σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας όπου το αρχικό πρόβλημα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Στη συστημική θεραπεία, η λύση συχνά προκύπτει εκ των έσω: οι πελάτες ανακαλύπτουν νέους τρόπους να σχετίζονται, υποβοηθούμενοι από τις στοχευμένες παρεμβάσεις του θεραπευτή που λειτουργούν ως καταλύτες.
Επιπλέον, η πρακτική διάσταση – μέσα από εργαλεία όπως η αναπλαισίωση, οι κυκλικές ερωτήσεις, οι παραδοξικές οδηγίες, η εξωτερίκευση, τα οικογενειακά καθήκοντα και άλλα – δείχνει πώς η θεωρία μεταφράζεται σε συγκεκριμένες εμπειρίες αλλαγής. Οι τεχνικές αυτές δεν είναι αυτοσκοπός αλλά υπηρετούν μια στρατηγική: να διακόψουν το πρόβλημα και να επιτρέψουν στο σύστημα να δομήσει τη λύση του.
Τελικά, η συστημική θεραπεία μας διδάσκει ότι η κατανόηση και η αλλαγή συμβαδίζουν. Κατανοώντας βαθύτερα το “σύστημα του προβλήματος”, τα μέλη μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις και τις πεποιθήσεις τους, οδηγώντας έτσι στην αλλαγή. Αντίθετα από το να κατασκευάζει θεωρητικά οικοδομήματα ή να αναζητά μονοσήμαντες αιτίες, η συστημική προσέγγιση παραμένει συνδεδεμένη με την πράξη: αλλάζοντας κάτι εδώ-και-τώρα στον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται, δημιουργούμε τις συνθήκες επίλυσης.
Σε έναν κόσμο όπου τα προβλήματα συχνά αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, η συστημική θεραπεία προσφέρει μια ολιστική και αισιόδοξη προοπτική: ακόμη και τα πιο περίπλοκα ζητήματα μπορούν να αναδιαμορφωθούν και να επιλυθούν όταν δούμε το σύστημα ως σύνολο σε εξέλιξη. Οι λύσεις δεν είναι μαγικές συνταγές, αλλά αναδυόμενες ιδιότητες μιας διαδικασίας όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν νέους τρόπους να συνυπάρχουν, να επικοινωνούν και να κατανοούν ο ένας τον άλλο. Αυτό το ταξίδι από το πρόβλημα στη λύση – από τον φαύλο κύκλο στον ενάρετο κύκλο – αποτελεί την καρδιά και την ουσία της συστημικής θεραπείας.
Βιβλιογραφία
- Watzlawick, P., Weakland, J. H., & Fisch, R. (1974). Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution. New York: W.W. Norton & Company.
- Minuchin, S. (1974). Families and Family Therapy. Cambridge, MA: Harvard University Press.
- Haley, J. (1978). Problem-Solving Therapy: New Strategies for Effective Family Therapy. San Francisco: Jossey-Bass.
- Selvini Palazzoli, M., Boscolo, L., Cecchin, G., & Prata, G. (1978). Paradox and Counterparadox: A New Model in the Therapy of the Family in Schizophrenic Transaction. New York: Jason Aronson.
- de Shazer, S. (1985). Keys to Solution in Brief Therapy. New York: W.W. Norton & Company.
- White, M., & Epston, D. (1990). Narrative Means to Therapeutic Ends. New York: W.W. Norton & Company.
- Βertalanffy, L. von (1968). General System Theory: Foundations, Development, Applications. New York: Braziller.
- Bateson, G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. New York: Ballantine Books.
- Cecchin, G., Lane, G., & Ray, W. A. (1992). Irreverence: A Strategy for Therapists’ Survival. London: Karnac Books.
- Nichols, M. P., & Davis, S. D. (2020). Family Therapy: Concepts and Methods (12th ed.). Boston: Pearson.
Διαταραχές Άγχους: Γνώση των Συμπτωμάτων και Αιτίες – Χρήστος Άρχος